- πορφυρός
- -ή, -όπορφυρένιος, πορφύρινος, βαθυκόκκινος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πορφυρός — ή, ό / πορφυροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και πορφυρός, ά, όν, Μ, και πορφύρεος, έη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας (α. «πορφυρά ενδύματα» β. «πορφυρά σύννεφα» γ. «πορφύρεον φᾱρος», Ομ. Οδ. δ. «τάπητας πορφυρέους», Ομ. Οδ. ε. «καὶ ἱμάτιον… … Dictionary of Greek
μεσοπόρφυρος — μεσοπόρφυρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πορφυρός στο μέσο, που έχει πορφυρές σειρές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπόρφυρα ενδύματα με πορφυρά τμήματα, με πορφυρές γραμμές («καὶ τὰ περιπόρφυρα καὶ τὰ μεσοπόρφυρα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + … Dictionary of Greek
μελαμπόρφυρος — μελαμπόρφυρος, ον (Α) αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι πόρφυρος, παμ πόρφυρος)] … Dictionary of Greek
εμπόρφυρος — ἐμπόρφυρος, ον (Α) κάπως πορφυρός, ελαφρώς πορφυρός, όχι βαθύς κόκκινος … Dictionary of Greek
ευπόρφυρος — εὐπόρφυρος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλι πόρφυρος] … Dictionary of Greek
οστρίνος — ὀστρῑνος, ίνη, ον (Α) (για ένδυμα) πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ostrinus «οστρεϊνος, πορφυρός» (< ostrum «όστρεον», βλ. λ. όστρακο)] … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
πόρφυρας — ο, Ν 1. ο καρχαρίας 2. ως κύριο όν. Πόρφυρας τίτλος ποιήματος τού Δ. Σολωμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρφυρος < πορφυρός (πρβλ. ποταμός: πόταμος), κατά τα αρσ. σε ας ] … Dictionary of Greek
υποπόρφυρος — ον, Α [πορφυρός] λίγο πορφυρός, κοκκινωπός … Dictionary of Greek
φοινίκιος — (I) ία, ον, Α 1. πορφυρός («πτεροῑς φοινικίοις», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιον το πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. τού θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].… … Dictionary of Greek